πηδηματιά
Смотреть что такое "πηδηματιά" в других словарях:
πηδηματιά — η, Ν το πήδημα, το άλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήδημα, ατος + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek
πηδηματιά — η, Ν το πήδημα, το άλμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πήδημα, ατος + κατάλ. ιά] … Dictionary of Greek